ἀνατέμνω

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατέμνω Medium diacritics: ἀνατέμνω Low diacritics: ανατέμνω Capitals: ΑΝΑΤΕΜΝΩ
Transliteration A: anatémnō Transliteration B: anatemnō Transliteration C: anatemno Beta Code: a)nate/mnw

English (LSJ)

A cut up, cut open, νεκρόν Hdt.2.87, cf. Luc.Prom. 21.
2 dissect, Hp.Ep.17, Arist.Spir.478a21.
3 open up, clear, ὁδούς, αὔλακας, Ph.1.16,20; ὁδὸν καινήν OGI701 (Egypt).
II cut off, κλήματα Aeschin.3.166; γεισηπόδισμα IG22.463.63.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -τάμνω Hp.Vlc.10, Morb.2.24, Hdt.2.87
1 de seres vivos abrir, cortar, sajar τὸ δέρμα Hp.Epid.5.26, τὸ ἕλκος Hp.ll.cc., ἀνατμηθέντος τοῦ ἀρχοῦ habiendo sido operado el recto Arist.GA 773a28
abrir en canal, rajar, destripar νεκρόν para su momificación, Hdt.l.c., Plu.2.159b, ἀνάτεμε τὸν ἰχθύν LXX To.6.4, σε ἀνατεμνόμενον ὑπὸ τοῦ ὀρνέου Luc.Prom.21, ἀνατετμῆσθαι δοκεῖν soñar que nos abren la tripa Artem.1.44
c. intención cien. hacer la disección, disecar ζῷα Hp.Ep.17 (pp.356, 372, cf. 350), Arist.Iuu.478a27
fig. abrir, deshacer λόγος ἱκανός ... τὰ σοφίσματα ... ἀνατεμεῖν καὶ λῦσαι Ph.1.490.
2 de la tierra abrir ὁδούς Ph.1.16, ὁδὸν καινήν OGI 701.15 (Egipto I d.C.)
fig. trazar ξένην τινὰ ἀνατεμών ἑαυτῷ πολιτείαν Pall.H.Laus.43.1.
3 cortar κλήματα D. en Aeschin.3.166 (ap. crít.), τὸ γ[ε] ι[σ] ηπό[δ] ισμα IG 22.463.63 (IV a.C.), τοῖς δὲ δρεπάνοις τοὺς φορμούς Polyaen.3.10.15.

German (Pape)

[Seite 211] (s. τέμνω), zerschneiden, ἀνατετμήκασι τὰ κλήματα Aesch. 3, 166 aus Dem.; ὑπ' ὀρνέου ἀνατέμνεσθαι, zerhackt werden, Luc. Prom. 21; den Körper seciren, ἀναταμόντες νεκρόν Her. 2, 87; Plut. Sept. sap. conv. 16; τὰ ἀνατεμνόμενα, secirte Körper, Arist.; ὁδούς, einen Weg bahnen, Philo.

French (Bailly abrégé)

1 disséquer;
2 déchirer.
Étymologie: ἀνά, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνατέμνω:
1 разрезать, рассекать (νεκρόν Her., Plut.);
2 отрезать, отсекать (τὰ κλήματα Aeschin.);
3 растерзывать (ἀνατεμνόμενος ὑπὸ τοῦ ὀρνέου, sc. Προμηθεύς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατέμνω: μέλλ. -τεμῶ, τέμνω σῶμα, σχίζω καὶ ἀνοίγω τὸ σῶμα, νεκρὸν Ἡρόδ. 2. 87, πρβλ. Λουκ. Προμ. 21. ΙΙ. κατακόπτω, ἀνατετμήκασί τινες κλήματα τὰ τοῦ δήμου Αἰσχίν. 77. 26.

Greek Monolingual

ἀνατέμνω)
κόβω, σχίζω ανθρώπινο σώμα
νεοελλ.
αποκόβω όργανα από πτώμα για να τα εξετάσω, εκτελώ ανατομικές εργασίες
2. εξετάζω σχολαστικά, αναλύω λεπτομερειακά
αρχ.
1
κατακόπτω, ξεσχίζω
2. χαράζω, ανοίγω.

Greek Monotonic

ἀνατέμνω: μέλ. -τεμῶ, σχίζω και ανοίγω, σε Ηρόδ., Λουκ.

Middle Liddell

to cut open, Hdt., Luc.