ἄγριος: Difference between revisions

2,369 bytes added ,  30 December 2018
2
(T21)
(2)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[ἀγρός]]) (from [[Homer]] [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> [[living]] or growing in the fields or the woods, used of animals in a [[state]] of [[nature]], and of plants [[which]] [[grow]] [[without]] [[culture]]: [[μέλι]] ἄγριον [[wild]] [[honey]], [[either]] [[that]] [[which]] is deposited by bees in [[hollow]] trees, clefts of rocks, on the [[bare]] [[ground]] (Diodorus Siculus 19,94at the [[end]], [[speaking]] of the Nabathaean Arabians says φύεται παῥ αὐτοῖς [[μέλι]] [[πολύ]] τό καλούμενον ἄγριον, ᾧ χρῶνται πότῳ μεθ' ὕδατος; cf. Suidas and [[especially]] Suicer [[under]] the [[word]] [[ἀκρίς]]): [[fierce]], [[untamed]]: κύματα θαλάσσης, Wisdom of Solomon 14:1).
|txtha=([[ἀγρός]]) (from [[Homer]] [[down]]);<br /><b class="num">1.</b> [[living]] or growing in the fields or the woods, used of animals in a [[state]] of [[nature]], and of plants [[which]] [[grow]] [[without]] [[culture]]: [[μέλι]] ἄγριον [[wild]] [[honey]], [[either]] [[that]] [[which]] is deposited by bees in [[hollow]] trees, clefts of rocks, on the [[bare]] [[ground]] (Diodorus Siculus 19,94at the [[end]], [[speaking]] of the Nabathaean Arabians says φύεται παῥ αὐτοῖς [[μέλι]] [[πολύ]] τό καλούμενον ἄγριον, ᾧ χρῶνται πότῳ μεθ' ὕδατος; cf. Suidas and [[especially]] Suicer [[under]] the [[word]] [[ἀκρίς]]): [[fierce]], [[untamed]]: κύματα θαλάσσης, Wisdom of Solomon 14:1).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄγριος:''' -α, -ον και -ος, -ον·συγκρ. <i>ἀγριώτερος</i>· υπερθ. <i>ἀγριώτατος</i> ([[ἀγρός]])· αυτός που ζει στους αγρούς, Λατ. [[agrestis]]:<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για τα ζώα, [[άγριος]], [[ανήμερος]]· αἲξ [[σῦς]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἵπποι</i>, <i>ὄνοι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για πρόσωπα, στον ίδ.· λέγεται για αγρότη, χωρικό, αντίθ. προς το [[πολίτης]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για δέντρο, [[άγριος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μητρὸς ἀγρίας [[ἄπο]], φτιαγμένο από άγριο [[κλίμα]], [[αμπέλι]], σε Αισχύλ.· ἄγριον [[ἔλαιον]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> επίσης χρησιμοποιείται για χώρες, [[βάρβαρος]], [[απολίτιστος]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα και ζώα, που έχουν ιδιότητες που ανήκουν σε άγρια [[κατάσταση]]·<br /><b class="num">2.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[άγριος]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], Λατ. [[ferus]], [[ferox]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[βίαιος]], [[τραχύς]], [[ωμός]], [[σκληρός]], [[αγενής]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἀγριώτατα ἤθεα</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐς τὸ ἀγριώτερον</i>, σε πιο σκληρά [[μέτρα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται [[ακόμη]] για πράγματα και καταστάσεις ή περιστάσεις, [[τραχύς]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>νὺξ ἀγριωτέρη</i>, περισσότερο άγρια, [[θυελλώδης]], σε Ηρόδ.· ἀγρία [[νόσος]], [[καρκινώδης]] [[αρρώστια]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., [[ἀγρίως]], με άγριο, μανιώδη τρόπο, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, <i>ἄγρια</i>, ως ουδ. πληθ., σε Ησίοδ., Μόσχ.
}}
}}