ἀγλαΐα: Difference between revisions

2
(Bailly1_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> éclat, beauté, parure ; <i>en mauv. part</i> orgueil, vanité;<br /><b>2</b> triomphe, gloire, joie de fête.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> éclat, beauté, parure ; <i>en mauv. part</i> orgueil, vanité;<br /><b>2</b> triomphe, gloire, joie de fête.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγλαΐα:''' Ιων. -ΐη, <i>ἡ</i> ([[ἀγλαός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[λαμπρότητα]], [[ομορφιά]], [[ευκοσμία]]· <i>ἀγλαΐηφι πεποιθώς</i> (Επικ. δοτ.), σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική [[σημασία]], [[πομπώδης]] [[επίδειξη]], [[ματαιότητα]]· και στον πληθ., [[μάταια]] πράγματα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρίαμβος]], [[δόξα]], σε Πίνδ., Σοφ.· στον πληθ., γιορτές, διασκεδάσεις, [[κέφι]], [[ευθυμία]], πανήγυρεις, πομπές, [[φαιδρότητα]], σε Ησίοδ.
}}
}}