3,252,128
edits
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγλαΐα:''' Ιων. -ΐη, <i>ἡ</i> ([[ἀγλαός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[λαμπρότητα]], [[ομορφιά]], [[ευκοσμία]]· <i>ἀγλαΐηφι πεποιθώς</i> (Επικ. δοτ.), σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική [[σημασία]], [[πομπώδης]] [[επίδειξη]], [[ματαιότητα]]· και στον πληθ., [[μάταια]] πράγματα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρίαμβος]], [[δόξα]], σε Πίνδ., Σοφ.· στον πληθ., γιορτές, διασκεδάσεις, [[κέφι]], [[ευθυμία]], πανήγυρεις, πομπές, [[φαιδρότητα]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''ἀγλαΐα:''' Ιων. -ΐη, <i>ἡ</i> ([[ἀγλαός]]),<br /><b class="num">1.</b> [[λαμπρότητα]], [[ομορφιά]], [[ευκοσμία]]· <i>ἀγλαΐηφι πεποιθώς</i> (Επικ. δοτ.), σε Ομήρ. Ιλ.· με αρνητική [[σημασία]], [[πομπώδης]] [[επίδειξη]], [[ματαιότητα]]· και στον πληθ., [[μάταια]] πράγματα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[θρίαμβος]], [[δόξα]], σε Πίνδ., Σοφ.· στον πληθ., γιορτές, διασκεδάσεις, [[κέφι]], [[ευθυμία]], πανήγυρεις, πομπές, [[φαιδρότητα]], σε Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγλαΐα:''' эп.-ион. [[ἀγλαΐη]] ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> блеск, пышность, краса ([[κῦδος]] τε καὶ ἀ. Hom.): ἀγλαΐης [[ἕνεκεν]] Hom. для красы;<br /><b class="num">2)</b> радость, ликование (ἀγλαΐαι τε χοροί τε Hes.; νικαφόρος ἀ. Pind.; καὶ Μοῦσαι, καὶ ἀ. Plut.): [[μηδέ]] ποτ᾽ ἀγλαΐας [[ἀποναίατο]] Soph. чтобы им никогда не знать радости;<br /><b class="num">3)</b> важность, высокомерие: τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν Hom. он сбил бы с тебя спесь. | |||
}} | }} |