ἅγος: Difference between revisions

822 bytes added ,  30 December 2018
2
(Bailly1_1)
 
(2)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἄγος]]¹.
|btext=v. [[ἄγος]]¹.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἅγος:''' ή [[ἄγος]][ᾰ], -εος, τὸ (βλ. [[ἅζομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε [[αντικείμενο]] θρησκευτικού φόβου ή ευλάβειας·<br /><b class="num">1.</b> όπως το Λατ. [[piaculum]], αυτό που απαιτεί εξαγνισμό, [[κατάρα]], [[μίασμα]], [[ενοχή]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] μιαρό, [[βδέλυγμα]], [[μίασμα]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαγνισμός]], [[εξιλέωση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με θετική [[σημασία]] = [[σέβας]], [[ευλάβεια]], [[σεβασμός]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}