3,274,921
edits
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[ἄγος]]¹. | |btext=v. [[ἄγος]]¹. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἅγος:''' ή [[ἄγος]][ᾰ], -εος, τὸ (βλ. [[ἅζομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> οποιοδήποτε [[αντικείμενο]] θρησκευτικού φόβου ή ευλάβειας·<br /><b class="num">1.</b> όπως το Λατ. [[piaculum]], αυτό που απαιτεί εξαγνισμό, [[κατάρα]], [[μίασμα]], [[ενοχή]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[πρόσωπο]] ή [[πράγμα]] μιαρό, [[βδέλυγμα]], [[μίασμα]], σε Σοφ., Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[εξαγνισμός]], [[εξιλέωση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με θετική [[σημασία]] = [[σέβας]], [[ευλάβεια]], [[σεβασμός]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |