ἅγος

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

French (Bailly abrégé)

v. ἄγος¹.

Greek Monotonic

ἅγος: ή ἄγος[ᾰ], -εος, τὸ (βλ. ἅζομαι),
I. οποιοδήποτε αντικείμενο θρησκευτικού φόβου ή ευλάβειας·
1. όπως το Λατ. piaculum, αυτό που απαιτεί εξαγνισμό, κατάρα, μίασμα, ενοχή, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. πρόσωπο ή πράγμα μιαρό, βδέλυγμα, μίασμα, σε Σοφ., Θουκ.
3. εξαγνισμός, εξιλέωση, σε Σοφ.
II. με θετική σημασία = σέβας, ευλάβεια, σεβασμός, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἅγος: и ἄγος, εος (ᾰ) τό
1 тяжкая вина (навлекающая проклятье) (ἅγη καὶ μιασμοί Plut.): ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Her. подлежать проклятью; ἄ. σφι ἐγένετο Her. над ними нависло проклятье; ἅ. φυλάσσου Aesch. берегись, как бы проклятье не пало на тебя; ἄ. θεῶν πατρῴων Aesch. преступление против отечественных богов; ἅ. ἐκθύσασθαι Her. или ἀφοσιώσασθαι Plut. очиститься от преступления;
2 (о человеке), скверна, изверг, (виновник всеобщего проклятья) Soph.; τὸ ἅ. ἐλαύνειν Thuc., Plut. изгнать преступника из своей среды;
3 искупление вины, очищение: τοσοῦτον, ὅσον ἄ. μόνον (sc. ἐστίν) Soph. столько, сколько требует искупление, т. е. чтобы не навлечь на себя проклятья;
4 благоговейный страх, благоговение (μέγα θεῶν ἄ. HH).

German (Pape)

εος, ion. ἄγος (aber falsch in dem Att.), τό (ἅζω),
l) eigtl. Verehrung, Scheu; was Gegenstand heiliger Scheu ist; jedes einer Sühnung bedürftige Verbrechen, und wer ein solches begangen hat; ἅγος πατρῴων θεῶν Aesch. Spt. 1008, ein ruchloser Frevler gegen die heimischen Götter; vgl. Ch. 153, Eum. 161; ἀπεύχετον, βλοσυρόν Suppl. 370; Soph. O.R. 1426; ἅγος φεύγειν, das Verbrechen meiden, Ant. 256. Auch in Prosa, ἐν τῷ ἄγεϊ ἐνέχεσθαι Her. 6.56, mit einer Blutschuld behaftet sein; τὸ ἅγος ἐλαύνειν τῆς θεοῦ Thuc. 1.126, 135, 2.13, die Blutschuld durch Verbannung der Verbrecher sühnen, s. ἁγηλατέω; ἅγη καὶ μιασμοὶ καθαρμῶν δεόμενοι Plut. Sol. 12; ἅγος ἡγεῖται μέγα πατρὸς φονεῖ διαλέγεσθαι Brut. 4; ἅγος καὶ μύσος App. B.C. 2.
2 Sühnopfer, Soph. frg. 703; Ant. 771 ὡς ἅγος erkl. Schol. κάθαρσις, eigentlich um schwere Schuld zu vermeiden.

Translations

abomination

Catalan: abominació; Chinese Mandarin: 厭惡; Czech: odpornost, ohavnost; Danish: afskyelighed, pestilens, vederstyggelighed; Dutch: afschuwelijk iets, gruwel, abominatie; Esperanto: abomenaĵo; Finnish: iljetys; Georgian: საზიზღრობა; German: Abscheulichkeit; Greek: βδέλυγμα, έκτρωμα, εξάμβλωμα; Ancient Greek: ἄγος, ἅγος, ἀπαλλοτρίωσις, βδέλυγμα, βδελυγμός, βδελυρία, κατάπτυσμα, μάκρυμμα, μίασμα, μόλυσμα, μολυσμός, μυσαρόν, μύσος, στύγημα, στύγος, τὸ μυσαρόν; Icelandic: viðurstyggð; Italian: abominio; Lithuanian: bjaurastis; Malay: kekejian; Mongolian: жигшүүртэй; Portuguese: abominação; Romanian: abominațiune; Russian: гадость, мерзость; Slovak: ohavnosť; Spanish: abominación, maldad; Sumerian: 𒀭𒉣𒈝; Swedish: avskyvärdhet, styggelse; Thai: สิ่งที่น่ารังเกียจ; Turkish: iğrençlik; Welsh: ffieiddbeth