ἀθροίζω: Difference between revisions

2
(ab2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{Abbott
{{Abbott
|astxt=[[ἀθροίζω]] (< [[ἀθρόος]], [[assembled]] in crowds, MM, VGT, s.v.; < [[θρόος]], a [[noise]], [[tumult]]), [in LXX [[chiefly]] for קבץ ;]<br />to [[gather]], [[assemble]]: Lk 24:33. †
|astxt=[[ἀθροίζω]] (< [[ἀθρόος]], [[assembled]] in crowds, MM, VGT, s.v.; < [[θρόος]], a [[noise]], [[tumult]]), [in LXX [[chiefly]] for קבץ ;]<br />to [[gather]], [[assemble]]: Lk 24:33. †
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀθροίζω:''' ή Αττ. [[ἁθροίζω]]· μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. αʹ <i>ἤθροισα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠθροίσθην</i>, παρακ. <i>ἤθροισμαι</i> ([[ἀθρόος]] ή [[ἁθρόος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συγκεντρώνω]], [[στρατολογώ]], σε Σοφ., Ξεν.· <i>Τροίαν ἀθροίζειν</i>, [[συγκεντρώνω]] τους [[Τρώες]], σε Ευρ.· [[πνεῦμα]] ἄθροισον, συνάγαγε, ανάκτησε την [[ανάσα]] [[σου]], στον ίδ. — Μέσ., [[συλλέγω]] για τον εαυτό μου, [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]] γύρω μου, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., συναθροίζομαι, συμπυκνώνομαι, συγκεντρώνομαι· <i>ἐς τὴν ἀγοράν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀθροισθέντες</i>, συνάχθηκαν, συγκεντρώθηκαν, συνήλθαν, σε Θουκ.· τὸ ξύμπαν ἠθροίσθη [[δισχίλιοι]], το όλο ανερχόνταν συγκεντρωτικά σε [[δύο]] χιλιάδες, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Παθ. επίσης λέγεται για το [[μυαλό]], <i>ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν</i>, [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, σε Πλάτ.· [[φόβος]] ἤθροισται, ο [[φόβος]] έγινε [[ισχυρός]], αυξήθηκε, σηκώθηκε, έκανε την εμφάνισή του, σε Ξεν.
}}
}}