3,276,932
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθροίζω:''' ή Αττ. [[ἁθροίζω]]· μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. αʹ <i>ἤθροισα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠθροίσθην</i>, παρακ. <i>ἤθροισμαι</i> ([[ἀθρόος]] ή [[ἁθρόος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συγκεντρώνω]], [[στρατολογώ]], σε Σοφ., Ξεν.· <i>Τροίαν ἀθροίζειν</i>, [[συγκεντρώνω]] τους [[Τρώες]], σε Ευρ.· [[πνεῦμα]] ἄθροισον, συνάγαγε, ανάκτησε την [[ανάσα]] [[σου]], στον ίδ. — Μέσ., [[συλλέγω]] για τον εαυτό μου, [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]] γύρω μου, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., συναθροίζομαι, συμπυκνώνομαι, συγκεντρώνομαι· <i>ἐς τὴν ἀγοράν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀθροισθέντες</i>, συνάχθηκαν, συγκεντρώθηκαν, συνήλθαν, σε Θουκ.· τὸ ξύμπαν ἠθροίσθη [[δισχίλιοι]], το όλο ανερχόνταν συγκεντρωτικά σε [[δύο]] χιλιάδες, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Παθ. επίσης λέγεται για το [[μυαλό]], <i>ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν</i>, [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, σε Πλάτ.· [[φόβος]] ἤθροισται, ο [[φόβος]] έγινε [[ισχυρός]], αυξήθηκε, σηκώθηκε, έκανε την εμφάνισή του, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀθροίζω:''' ή Αττ. [[ἁθροίζω]]· μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. αʹ <i>ἤθροισα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἠθροίσθην</i>, παρακ. <i>ἤθροισμαι</i> ([[ἀθρόος]] ή [[ἁθρόος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[συγκεντρώνω]], [[στρατολογώ]], σε Σοφ., Ξεν.· <i>Τροίαν ἀθροίζειν</i>, [[συγκεντρώνω]] τους [[Τρώες]], σε Ευρ.· [[πνεῦμα]] ἄθροισον, συνάγαγε, ανάκτησε την [[ανάσα]] [[σου]], στον ίδ. — Μέσ., [[συλλέγω]] για τον εαυτό μου, [[μαζεύω]], [[συγκεντρώνω]] γύρω μου, στον ίδ., σε Ξεν. — Παθ., συναθροίζομαι, συμπυκνώνομαι, συγκεντρώνομαι· <i>ἐς τὴν ἀγοράν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἀθροισθέντες</i>, συνάχθηκαν, συγκεντρώθηκαν, συνήλθαν, σε Θουκ.· τὸ ξύμπαν ἠθροίσθη [[δισχίλιοι]], το όλο ανερχόνταν συγκεντρωτικά σε [[δύο]] χιλιάδες, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> σε Παθ. επίσης λέγεται για το [[μυαλό]], <i>ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτόν</i>, [[συνέρχομαι]], [[έρχομαι]] στα συγκαλά μου, σε Πλάτ.· [[φόβος]] ἤθροισται, ο [[φόβος]] έγινε [[ισχυρός]], αυξήθηκε, σηκώθηκε, έκανε την εμφάνισή του, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθροίζω:''' атт. [[ἁθροίζω]] собирать (λαόν Soph.): ἀ. τὸ [[στράτευμα]] и ἀθροίσασθαι τὴν δύναμιν Xen. стягивать войска; ἐς τὴν ἀγορὴν ἀθροίζεσθαι Her. собираться на площадь; ἐζήτουν ἀθροίζεσθαι, κτίζοντες πόλεις Plat. (первобытные люди) пытались объединяться, основывая городища; τὸ ὁπλιτικὸν ξύμπαν ἠθροίσθη [[δισχίλιοι]] [[μάλιστα]] Thuc. число гоплитов составило в общей сложности около 2000 (человек); κατὰ πολλὰ ἀθροισθέντα Plat. совокупность многих предметов; χρήματα ἀ. Arst. копить деньги; περιπλοκὰς λόγων ἀ. Eur. сплетать сложные речи, искусно говорить; [[πνεῦμα]] ἄθροισον Eur. соберись с духом; εἰς ἑαυτὸν ἀθροίζεσθαι Plat. сосредоточиться, собраться с мыслями; [[φόβος]] ἤθροισται Xen. страх возрос. | |||
}} | }} |