3,274,915
edits
(2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και αχτένιστος (AM [[ἀκτένιστος]], -ον) [[κτενίζω]]<br />αυτός που δεν χτενίστηκε, [[ακατάστατος]], [[ξεχτένιστος]]<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> (για [[τρίχες]], νήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό [[εργαλείο]], με το [[χτένι]], ο [[αλανάριστος]],<br /><b>2.</b> (για λόγο, [[σύγγραμμα]] <b>κ.λπ.</b>) ο μη επεξεργασμένος με [[προσοχή]] και [[επιμέλεια]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, μισοτελειωμένος. | |mltxt=-η, -ο και αχτένιστος (AM [[ἀκτένιστος]], -ον) [[κτενίζω]]<br />αυτός που δεν χτενίστηκε, [[ακατάστατος]], [[ξεχτένιστος]]<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> (για [[τρίχες]], νήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό [[εργαλείο]], με το [[χτένι]], ο [[αλανάριστος]],<br /><b>2.</b> (για λόγο, [[σύγγραμμα]] <b>κ.λπ.</b>) ο μη επεξεργασμένος με [[προσοχή]] και [[επιμέλεια]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, μισοτελειωμένος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκτένιστος:''' -ον ([[κτενίζω]]), αχτένιστος, [[ατημέλητος]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |