Anonymous

ἀκτένιστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και αχτένιστος (AM [[ἀκτένιστος]], -ον) [[κτενίζω]]<br />αυτός που δεν χτενίστηκε, [[ακατάστατος]], [[ξεχτένιστος]]<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> (για [[τρίχες]], νήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό [[εργαλείο]], με το [[χτένι]], ο [[αλανάριστος]],<br /><b>2.</b> (για λόγο, [[σύγγραμμα]] <b>κ.λπ.</b>) ο μη επεξεργασμένος με [[προσοχή]] και [[επιμέλεια]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
|mltxt=-η, -ο και αχτένιστος (AM [[ἀκτένιστος]], -ον) [[κτενίζω]]<br />αυτός που δεν χτενίστηκε, [[ακατάστατος]], [[ξεχτένιστος]]<br /><b>(νεολλ.)</b><br /><b>1.</b> (για [[τρίχες]], νήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό [[εργαλείο]], με το [[χτένι]], ο [[αλανάριστος]],<br /><b>2.</b> (για λόγο, [[σύγγραμμα]] <b>κ.λπ.</b>) ο μη επεξεργασμένος με [[προσοχή]] και [[επιμέλεια]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτένιστος:''' -ον ([[κτενίζω]]), αχτένιστος, [[ατημέλητος]], σε Σοφ.
}}
}}