ἀλείφω: Difference between revisions

1,324 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αλείβω]] (Α [[ἀλείφω]])<br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] υγρή ή λιπαρή [[ουσία]] σε κάποια [[επιφάνεια]], [[επαλείφω]], [[επιχρίω]]<br /><b>2.</b> [[επαλείφω]] με οποιαδήποτε ύλη<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[επάλειψη]] σε ασθενή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]], [[λερώνω]]<br /><b>2.</b> [[δωροδοκώ]], [[λαδώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ωφελούμαι υλικά, [[απολαμβάνω]] [[κέρδος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θα σού τίς αλείψω» ή «θα τίς αλειφτείς», θα σε [[δείρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλείφω]] το [[δέρμα]] κάποιου με [[λάδι]] ([[μετά]] το [[λουτρό]])<br /><b>2.</b> [[αλείφω]] κάποιον για τις γυμναστικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> [[επικαλύπτω]], [[σφραγίζω]], [[βουλλώνω]]<br /><b>4.</b> [[προετοιμάζω]] σαν για αθλητικούς αγώνες, [[ενθαρρύνω]], [[παρορμώ]]<br /><b>5.</b> [[λειαίνω]], [[τρίβω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀλείφομαι [[παρά]] τινι</i>», ασκούμαι στη [[γυμναστική]] [[σχολή]] κάποιου<br /><b>7.</b> στη Μυκην. το ρ. μαρτυρείται με παράγωγα και [[σύνθετα]] ([[ἄλειφαρ]], ἀλειφαζόος <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ἀλείφω]] και τα ομόρριζά του ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lei</i>- που δήλωνε την [[έννοια]] της «βλέννας» και που με διάφορες παρεκτάσεις δήλωσε και άλλες συναφείς σημασίες. Έτσι, με τη χειλική [[παρέκταση]] -<i>p</i>-, προέκυψε η [[ρίζα]] <i>leip</i>- «[[αλείφω]] με [[λίπος]]-[[κολλώ]]», από όπου τα ελλην. [[λίπος]], ομηρ. [[λίπα]] («άφθονα, πλούσια»), [[λιπαρός]], [[λιπαίνω]] κ.λπ., αρχ. ινδ. <i>rip</i>- «[[άλειμμα]]» και <i>li</i>-<i>m</i>-<i>p</i>-<i>ati</i> «[[αλείφω]]», λιθ. <i>lip</i>-<i>tip</i> «[[κολλώ]]», αρχ. σλαβ. <i>pri</i>-<i>lep</i>-<i>ě</i><i>ti</i> «[[προσκολλώ]]», χεττ. <i>lip</i>- «[[κολλώ]]» κ.ά. Σημειώνεται ότι από την [[ίδια]] [[ρίζα]] προέρχεται και το γερμ. <i>bleiben</i> «[[μένω]] προσκολλημένος, [[παραμένω]]», με μια [[περαιτέρω]] σημασιολ. [[εξέλιξη]]. Από τη [[ρίζα]] <i>leip</i>-, με προθεματική [[επαύξηση]] <i>a</i>- και δάσυνση του ληκτικού συμφώνου προήλθε η [[ρίζα]] <i>a</i>-<i>leibh</i>- &GT; <i>ἀλειφ</i>-, από όπου το ελλην. [[ἀλείφω]] με τα [[πολλά]] παράγωγα του ([[ἄλειφαρ]], [[ἀλοιφή]] κ.ά. <b>βλ.</b> [[παρακάτω]]). Ο νεοελλ. ενεσωτικός τ. [[αλείβω]] προήλθε από μεταπλασμό του -<i>φω</i> σε -<i>βω</i> αναλογικά [[προς]] ρήματα σε -<i>βω</i> με τα οποία το [[αλείφω]] συνέπιπτε στον μέλλοντα και τον αόριστο: <i>αλείψω</i> - <i>άλειψα</i> = <i>τρίψω</i> - <i>έτριψα</i>, από όπου και [[αλείβω]] = [[τρίβω]]. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] (<i>leibh</i>-) σημειώνουμε ότι προέρχεται και μια [[σειρά]] βασικών λέξεων τών γερμανικών γλωσσών που σημαίνουν «ζω-ζωή» (πιθ. από την αρχ. [[σημασία]] «[[παραμένω]], διατηρούμαι, [[υπάρχω]]»). Πρβλ. αγγλ. <i>live</i>, γερμ. <i>leben</i>, αγγλ. <i>live</i> κ.ά. Τέλος, με έρρινη [[παρέκταση]] (<i>ν</i>) της αρχ. ρίζας <i>lei</i>- δημιουργήθηκε η [[ρίζα]] <i>lin</i>- που σήμαινε [[επίσης]] «[[αλείφω]]». Πρβλ. ελλην. [[ἀλίνω]], λατ. <i>lino</i>, αρχ. ινδ. <i>linati</i> κ.ά. (<b>βλ.</b> και λ. [[λίπος]] και [[αλίνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άλειμμα]], [[αλειπτήρας]], [[άλειψη]], <b>αρχ.</b> [[ἀλείπτης]], [[ἀλειπτός]], [[ἄλειφαρ]], [[ἀλειφεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλείφης]], [[αλειφτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απαλείφω]], [[επαλείφω]], [[εξαλείφω]], [[περιαλείφω]], <b>αρχ.</b> [[ἀλειφόβιος]], [[ἀναλείφω]], [[διαλείφω]], [[εἰσαλείφω]], [[ἐναλείφω]], [[καταλείφω]], [[παραλείφω]], [[προαλείφω]], [[προσαλείφω]], [[συναλείφω]], [[ὑπαλείφω]], <b>νεοελλ.</b><i>πασ</i>(<i>α</i>)[[αλείφω]]].
|mltxt=[[αλείβω]] (Α [[ἀλείφω]])<br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] υγρή ή λιπαρή [[ουσία]] σε κάποια [[επιφάνεια]], [[επαλείφω]], [[επιχρίω]]<br /><b>2.</b> [[επαλείφω]] με οποιαδήποτε ύλη<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[επάλειψη]] σε ασθενή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]], [[λερώνω]]<br /><b>2.</b> [[δωροδοκώ]], [[λαδώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> ωφελούμαι υλικά, [[απολαμβάνω]] [[κέρδος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «θα σού τίς αλείψω» ή «θα τίς αλειφτείς», θα σε [[δείρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλείφω]] το [[δέρμα]] κάποιου με [[λάδι]] ([[μετά]] το [[λουτρό]])<br /><b>2.</b> [[αλείφω]] κάποιον για τις γυμναστικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> [[επικαλύπτω]], [[σφραγίζω]], [[βουλλώνω]]<br /><b>4.</b> [[προετοιμάζω]] σαν για αθλητικούς αγώνες, [[ενθαρρύνω]], [[παρορμώ]]<br /><b>5.</b> [[λειαίνω]], [[τρίβω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «<i>ἀλείφομαι [[παρά]] τινι</i>», ασκούμαι στη [[γυμναστική]] [[σχολή]] κάποιου<br /><b>7.</b> στη Μυκην. το ρ. μαρτυρείται με παράγωγα και [[σύνθετα]] ([[ἄλειφαρ]], ἀλειφαζόος <b>κ.λπ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ἀλείφω]] και τα ομόρριζά του ανάγονται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>lei</i>- που δήλωνε την [[έννοια]] της «βλέννας» και που με διάφορες παρεκτάσεις δήλωσε και άλλες συναφείς σημασίες. Έτσι, με τη χειλική [[παρέκταση]] -<i>p</i>-, προέκυψε η [[ρίζα]] <i>leip</i>- «[[αλείφω]] με [[λίπος]]-[[κολλώ]]», από όπου τα ελλην. [[λίπος]], ομηρ. [[λίπα]] («άφθονα, πλούσια»), [[λιπαρός]], [[λιπαίνω]] κ.λπ., αρχ. ινδ. <i>rip</i>- «[[άλειμμα]]» και <i>li</i>-<i>m</i>-<i>p</i>-<i>ati</i> «[[αλείφω]]», λιθ. <i>lip</i>-<i>tip</i> «[[κολλώ]]», αρχ. σλαβ. <i>pri</i>-<i>lep</i>-<i>ě</i><i>ti</i> «[[προσκολλώ]]», χεττ. <i>lip</i>- «[[κολλώ]]» κ.ά. Σημειώνεται ότι από την [[ίδια]] [[ρίζα]] προέρχεται και το γερμ. <i>bleiben</i> «[[μένω]] προσκολλημένος, [[παραμένω]]», με μια [[περαιτέρω]] σημασιολ. [[εξέλιξη]]. Από τη [[ρίζα]] <i>leip</i>-, με προθεματική [[επαύξηση]] <i>a</i>- και δάσυνση του ληκτικού συμφώνου προήλθε η [[ρίζα]] <i>a</i>-<i>leibh</i>- &GT; <i>ἀλειφ</i>-, από όπου το ελλην. [[ἀλείφω]] με τα [[πολλά]] παράγωγα του ([[ἄλειφαρ]], [[ἀλοιφή]] κ.ά. <b>βλ.</b> [[παρακάτω]]). Ο νεοελλ. ενεσωτικός τ. [[αλείβω]] προήλθε από μεταπλασμό του -<i>φω</i> σε -<i>βω</i> αναλογικά [[προς]] ρήματα σε -<i>βω</i> με τα οποία το [[αλείφω]] συνέπιπτε στον μέλλοντα και τον αόριστο: <i>αλείψω</i> - <i>άλειψα</i> = <i>τρίψω</i> - <i>έτριψα</i>, από όπου και [[αλείβω]] = [[τρίβω]]. Από την [[ίδια]] [[ρίζα]] (<i>leibh</i>-) σημειώνουμε ότι προέρχεται και μια [[σειρά]] βασικών λέξεων τών γερμανικών γλωσσών που σημαίνουν «ζω-ζωή» (πιθ. από την αρχ. [[σημασία]] «[[παραμένω]], διατηρούμαι, [[υπάρχω]]»). Πρβλ. αγγλ. <i>live</i>, γερμ. <i>leben</i>, αγγλ. <i>live</i> κ.ά. Τέλος, με έρρινη [[παρέκταση]] (<i>ν</i>) της αρχ. ρίζας <i>lei</i>- δημιουργήθηκε η [[ρίζα]] <i>lin</i>- που σήμαινε [[επίσης]] «[[αλείφω]]». Πρβλ. ελλην. [[ἀλίνω]], λατ. <i>lino</i>, αρχ. ινδ. <i>linati</i> κ.ά. (<b>βλ.</b> και λ. [[λίπος]] και [[αλίνω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άλειμμα]], [[αλειπτήρας]], [[άλειψη]], <b>αρχ.</b> [[ἀλείπτης]], [[ἀλειπτός]], [[ἄλειφαρ]], [[ἀλειφεύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλείφης]], [[αλειφτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απαλείφω]], [[επαλείφω]], [[εξαλείφω]], [[περιαλείφω]], <b>αρχ.</b> [[ἀλειφόβιος]], [[ἀναλείφω]], [[διαλείφω]], [[εἰσαλείφω]], [[ἐναλείφω]], [[καταλείφω]], [[παραλείφω]], [[προαλείφω]], [[προσαλείφω]], [[συναλείφω]], [[ὑπαλείφω]], <b>νεοελλ.</b><i>πασ</i>(<i>α</i>)[[αλείφω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ [[ἤλειψα]], Επικ. <i>ἄλειψα</i>· παρακ. <i>ἀλήλῐφα</i> — Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠλειψάμην</i>, Επικ. <i>ἀλ-</i><br /><b class="num">I.</b> Παθ. μέλ. <i>ἀλειφθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠλείφθην]], παρακ. [[ἀλήλιμμαι]]. (Από τη √<i>ΛΙΠ</i> με <i>α προθεματικό</i>, βλ. [[λίπος]]), [[αλείφω]] με [[λάδι]], [[λαδώνω]] το [[δέρμα]], όπως γινόταν [[μετά]] το [[λουτρό]], ή [[πριν]] από τις γυμνικές ασκήσεις· το Ενεργ. αναφέρεται στην [[ενέργεια]] άλλου, το Μέσ. στην [[ενέργεια]] του ίδιου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] συντάσσεται με το [[λίπα]] ή λίπ' ἐλαίῳ (βλ. [[λίπα]])· μεταφ., [[προετοιμάζω]] όπως στους γυμνικούς αγώνες, [[κεντρίζω]], [[παρακινώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἐπαλείφω]], [[βάζω]], [[επιθέτω]] [[έμπλαστρο]], [[οὔατα]] ἀλεῖψαι, βουλώνω τα αυτιά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}