3,277,180
edits
(2) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ [[ἤλειψα]], Επικ. <i>ἄλειψα</i>· παρακ. <i>ἀλήλῐφα</i> — Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠλειψάμην</i>, Επικ. <i>ἀλ-</i><br /><b class="num">I.</b> Παθ. μέλ. <i>ἀλειφθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠλείφθην]], παρακ. [[ἀλήλιμμαι]]. (Από τη √<i>ΛΙΠ</i> με <i>α προθεματικό</i>, βλ. [[λίπος]]), [[αλείφω]] με [[λάδι]], [[λαδώνω]] το [[δέρμα]], όπως γινόταν [[μετά]] το [[λουτρό]], ή [[πριν]] από τις γυμνικές ασκήσεις· το Ενεργ. αναφέρεται στην [[ενέργεια]] άλλου, το Μέσ. στην [[ενέργεια]] του ίδιου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] συντάσσεται με το [[λίπα]] ή λίπ' ἐλαίῳ (βλ. [[λίπα]])· μεταφ., [[προετοιμάζω]] όπως στους γυμνικούς αγώνες, [[κεντρίζω]], [[παρακινώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἐπαλείφω]], [[βάζω]], [[επιθέτω]] [[έμπλαστρο]], [[οὔατα]] ἀλεῖψαι, βουλώνω τα αυτιά, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀλείφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ [[ἤλειψα]], Επικ. <i>ἄλειψα</i>· παρακ. <i>ἀλήλῐφα</i> — Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠλειψάμην</i>, Επικ. <i>ἀλ-</i><br /><b class="num">I.</b> Παθ. μέλ. <i>ἀλειφθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠλείφθην]], παρακ. [[ἀλήλιμμαι]]. (Από τη √<i>ΛΙΠ</i> με <i>α προθεματικό</i>, βλ. [[λίπος]]), [[αλείφω]] με [[λάδι]], [[λαδώνω]] το [[δέρμα]], όπως γινόταν [[μετά]] το [[λουτρό]], ή [[πριν]] από τις γυμνικές ασκήσεις· το Ενεργ. αναφέρεται στην [[ενέργεια]] άλλου, το Μέσ. στην [[ενέργεια]] του ίδιου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] συντάσσεται με το [[λίπα]] ή λίπ' ἐλαίῳ (βλ. [[λίπα]])· μεταφ., [[προετοιμάζω]] όπως στους γυμνικούς αγώνες, [[κεντρίζω]], [[παρακινώ]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[ἐπαλείφω]], [[βάζω]], [[επιθέτω]] [[έμπλαστρο]], [[οὔατα]] ἀλεῖψαι, βουλώνω τα αυτιά, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλείφω:''' (ᾰ) (pf. pass. [[ἀλήλιμμαι]] и ἤλειμμαι)<br /><b class="num">1)</b> натирать (преимущ. маслом), смазывать, умащивать (ἐλαιῳ Hom.; τῷ αἵματι λίθους Her.; τὸ [[σῶμα]] ἀληλιμμένον Plut.): μίλτῳ ἀλειφόμενος Xen. нарумянившийся; χρώματι ψιμυθίῳ ἀλεῖψαί τι Plat. выкрасить что-л. белилами;<br /><b class="num">2)</b> натирать тело маслом, т. е. готовить к борьбе (ἑαυτὸν ἐπὶ ἀγῶνας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> замазывать, затыкать ([[οὔατα]], sc. κηρῷ Hom.). | |||
}} | }} |