ἀμείλιχος: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμείλιχος]], -ον (Α) [[μειλίσσω]]<br /><b>1.</b> [[αδυσώπητος]], [[αμείλικτος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[ακαταπράυντος]], αμετρίαστος, [[ακατεύναστος]].
|mltxt=[[ἀμείλιχος]], -ον (Α) [[μειλίσσω]]<br /><b>1.</b> [[αδυσώπητος]], [[αμείλικτος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[ακαταπράυντος]], αμετρίαστος, [[ακατεύναστος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμείλῐχος:''' -ον ([[μειλίσσω]]),<br /><b class="num">I.</b>[[αδυσώπητος]], [[άκαμπτος]], [[αδιάλλακτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αμετρίαστος, σε Αισχύλ.
}}
}}