Anonymous

ἀμείλιχος: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμείλῐχος:''' -ον ([[μειλίσσω]]),<br /><b class="num">I.</b>[[αδυσώπητος]], [[άκαμπτος]], [[αδιάλλακτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αμετρίαστος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀμείλῐχος:''' -ον ([[μειλίσσω]]),<br /><b class="num">I.</b>[[αδυσώπητος]], [[άκαμπτος]], [[αδιάλλακτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αμετρίαστος, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμείλῐχος:''' Hom., Aesch., Pind., Plut. = [[ἀμείλικτος]].
}}
}}