ἀμύητος: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύητος]], -ον)<br />ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, [[αμυσταγώγητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα [[μυστικά]] μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, [[ακατατόπιστος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Πλάτ.</b>) αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], ο μη [[στεγανός]]<br /><b>2.</b> (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το [[δόγμα]], [[αλλά]] δεν βαφτίστηκε [[ακόμη]], ο [[κατηχούμενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μυῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμυησία]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμύητος]], -ον)<br />ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, [[αμυσταγώγητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα [[μυστικά]] μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, [[ακατατόπιστος]], [[ανίδεος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον <b>Πλάτ.</b>) αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], ο μη [[στεγανός]]<br /><b>2.</b> (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το [[δόγμα]], [[αλλά]] δεν βαφτίστηκε [[ακόμη]], ο [[κατηχούμενος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μυῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμυησία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει.
}}
}}