3,274,246
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει. | |lsmtext='''ἀμύητος:''' -ον ([[μυέω]]),<br /><b class="num">I.</b> μη μυημένος, [[ανόσιος]], [[βέβηλος]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> στον Γοργ. του Πλάτ. όπως αν προερχόταν από το [[μύω]] = οὐ δυνάμενος μύειν, ο [[αδύνατος]] να συγκρατήσει, αυτός που παρουσιάζει [[διαρροή]], που στάζει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμύητος:''' [[μυέω]] непосвященный (в религиозные таинства) Lys., Arph., Plat., Plut., Anth.<br />[[μύω]] плохо закрытый, дырявый, имеющий течь (ὡς [[πίθος]] τετρημένος Plat.). | |||
}} | }} |