ἀλύσσω: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλύσσω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[ανήσυχος]], [[δυσφορώ]], έχω [[αγωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] που συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλύκη]].
|mltxt=[[ἀλύσσω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[ανήσυχος]], [[δυσφορώ]], έχω [[αγωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός [[σχηματισμός]] που συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. [[ἀλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλύκη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλύσσω:''' ([[ἀλύω]]), είμαι στεναχωρημένος, είμαι [[θλιμμένος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}