ἀμφίβουλος: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίβουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ταλαντεύεται [[ανάμεσα]] σε δύο βουλές, γνώμες, [[δίγνωμος]], [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλή]].
|mltxt=[[ἀμφίβουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ταλαντεύεται [[ανάμεσα]] σε δύο βουλές, γνώμες, [[δίγνωμος]], [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), διχασμένος ως προς το να πράξει [[κάτι]], με απαρ., σε Αισχύλ.
}}
}}