ἀνακωκύω: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνακωκύω]] (Α) [[κωκύω]]<br />[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]] κραυγάζοντας.
|mltxt=[[ἀνακωκύω]] (Α) [[κωκύω]]<br />[[θρηνώ]], [[οδύρομαι]] κραυγάζοντας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακωκύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σω</i>, [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· <i>ἀνακωκύει φθόγγον</i>, [[εκβάλλω]] [[οξεία]] θρηνητική [[κραυγή]], σε Σοφ.
}}
}}