Anonymous

ἀνακωκύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακωκύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σω</i>, [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· <i>ἀνακωκύει φθόγγον</i>, [[εκβάλλω]] [[οξεία]] θρηνητική [[κραυγή]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀνακωκύω:''' [ῡ], μέλ. <i>-σω</i>, [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα, σε Αισχύλ.· <i>ἀνακωκύει φθόγγον</i>, [[εκβάλλω]] [[οξεία]] θρηνητική [[κραυγή]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακωκύω:''' (ῡ) жалобно восклицать, вопить Aesch.: ἀ. ὀξὺν φθόγγον Soph. издавать жалобные пронзительные звуки.
}}
}}