ἀναδατέομαι: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναδατέομαι]] (Α)<br />[[διανέμω]] εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, [[εκτελώ]] αναδασμό της γής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δατέομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀναδασμός]] <b>αρχ.</b> [[ἀνάδαστος]]<br />(μσν. –νεοελλ.) [[αναδάσιμος]]].
|mltxt=[[ἀναδατέομαι]] (Α)<br />[[διανέμω]] εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, [[εκτελώ]] αναδασμό της γής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δατέομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀναδασμός]] <b>αρχ.</b> [[ἀνάδαστος]]<br />(μσν. –νεοελλ.) [[αναδάσιμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναδᾰτέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-εδασάμην</i>· [[διανέμω]] εκ νέου, [[ανακατανέμω]], ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., [[ἀναδαίομαι]], διανέμομαι, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
}}
}}