Anonymous

ἀναδατέομαι: Difference between revisions

From LSJ
1a
(2)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναδᾰτέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-εδασάμην</i>· [[διανέμω]] εκ νέου, [[ανακατανέμω]], ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., [[ἀναδαίομαι]], διανέμομαι, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
|lsmtext='''ἀναδᾰτέομαι:''' αόρ. αʹ <i>ἀν-εδασάμην</i>· [[διανέμω]] εκ νέου, [[ανακατανέμω]], ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., [[ἀναδαίομαι]], διανέμομαι, σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[divide]] anew, [[redistribute]], Thuc.:—Pass. [[ἀναδαίομαι]], to be distributed, Orac. ap. Hdt.
}}
}}