ἀναρπαστός: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρπαστος]], -όν και -ός, -ή, -όν, Μ [[ἀνάρπαστος]], -η, -ον) [[αναρπάζω]]<br />αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ [[γρήγορα]], που εξαφανίστηκε εν [[ριπή]] οφθαλμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σύρθηκε βίαια στην [[αιχμαλωσία]] ή την [[εξορία]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη [[διαρπαγή]], που λεηλατείται.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρπαστος]], -όν και -ός, -ή, -όν, Μ [[ἀνάρπαστος]], -η, -ον) [[αναρπάζω]]<br />αυτός που τον αρπάζουν ή τον άρπαξαν βίαια<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) αυτός που πουλιέται ή πουλήθηκε πολύ [[γρήγορα]], που εξαφανίστηκε εν [[ριπή]] οφθαλμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σύρθηκε βίαια στην [[αιχμαλωσία]] ή την [[εξορία]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που παραδίδεται στη [[διαρπαγή]], που λεηλατείται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρπαστός:''' -όν και -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει αρπαχθεί στην [[ενδοχώρα]], δηλ. στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν.
}}
}}