Anonymous

ἀναρπαστός: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναρπαστός:''' -όν και -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει αρπαχθεί στην [[ενδοχώρα]], δηλ. στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀναρπαστός:''' -όν και -ή, -όν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει αρπαχθεί, έχει απαχθεί, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει αρπαχθεί στην [[ενδοχώρα]], δηλ. στην Κεντρική Ασία, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναρπαστός:''' или [[ἀνάρπαστος]] 2 и 3 уведенный насильно, захваченный, похищенный Eur., Xen., Plat., Polyb., Plut., Luc.
}}
}}