ἀνάνδρωτος: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάνδρωτος]], -ον (Α) [[ἀνδροῡμαι]]<br />ο στερημένος από άνδρα.
|mltxt=[[ἀνάνδρωτος]], -ον (Α) [[ἀνδροῡμαι]]<br />ο στερημένος από άνδρα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάνδρωτος:''' -ον ([[ἀνδρόω]]), [[ορφανός]], στερημένος, <i>εὐναί</i>, σε Σοφ.
}}
}}