ἀνάνδρωτος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάνδρωτος Medium diacritics: ἀνάνδρωτος Low diacritics: ανάνδρωτος Capitals: ΑΝΑΝΔΡΩΤΟΣ
Transliteration A: anándrōtos Transliteration B: anandrōtos Transliteration C: anandrotos Beta Code: a)na/ndrwtos

English (LSJ)

widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον sin marido εὐναί S.Tr.110.

German (Pape)

[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. f.
sans époux.
Étymologie: , ἀνδρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάνδρωτος: adj. f лишившаяся супруга, овдовевшая (εὐναί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.

Greek Monolingual

ἀνάνδρωτος, -ον (Α) ἀνδροῦμαι
ο στερημένος από άνδρα.

Greek Monotonic

ἀνάνδρωτος: -ον (ἀνδρόω), ορφανός, στερημένος, εὐναί, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀνδρόω
widowed, εὐναί Soph.