ἀμφισβητήσιμος: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφισβητήσιμος]], -ον) [[ἀμφισβητῶ]]<br />αυτός που επιδέχεται [[αμφισβήτηση]], αυτός για τον οποίο υπάρχει [[διαφωνία]], [[αντίρρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) <i>τὰ ἀμφισβητήσιμα</i> διαφιλονικούμενη [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χώρα]] [[ἀμφισβητήσιμος]]» — γη αμφισβητούμενης κυριότητας.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφισβητήσιμος]], -ον) [[ἀμφισβητῶ]]<br />αυτός που επιδέχεται [[αμφισβήτηση]], αυτός για τον οποίο υπάρχει [[διαφωνία]], [[αντίρρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) <i>τὰ ἀμφισβητήσιμα</i> διαφιλονικούμενη [[περιουσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χώρα]] [[ἀμφισβητήσιμος]]» — γη αμφισβητούμενης κυριότητας.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφισβητήσιμος:''' -ον ([[ἀμφισβητέω]]), αμφιλεγόμενος, [[αμφίβολος]], αυτός που υπόκειται σε [[αμφισβήτηση]], σε Πλάτ. κ.λπ.· [[χώρα]] ἀμφ., [[έδαφος]] αμφισβητούμενο, σε Ξεν.· <i>οὐκέτ' ἐν ἀμφισβητησίμῳ</i>, όχι [[πλέον]] σε [[αμφισβήτηση]], σε Δημ.
}}
}}