ἁνδάνω: Difference between revisions

1,143 bytes added ,  30 December 2018
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁνδάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>(προσ.)</b> [[είμαι]] [[αρεστός]] σε κάποιον, [[τέρπω]], [[ευχαριστώ]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> (για [[σύνολο]] ανθρώπων) [[νομίζω]], έχω τη [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανήκει στην [[οικογένεια]] των [[ήδομαι]], [[ηδύς]] κ.λπ. Δεν παρατηρείται [[ακριβής]] [[αντιστοιχία]] με τ. άλλων γλωσσών<br />συνδέεται μόνο με τα αρχαία ινδ. <i>svadati</i>, <i>svadate</i> «αρέσω» καί τα λατ. <i>su</i><i>ā</i><i>de</i><i>ō</i> «[[συμβουλεύω]]», <i>suavis</i> «[[ευχάριστος]]». (Πρβλ. αττ. [[ἥδομαι]], δωρ. <i>ᾱδάνω</i> [[καθώς]] και κρητ. <i>ἔFaδε</i>, αιολ. [[εὔαδε]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔ</i>-<i>σFαδ</i>-<i>ε</i>), λοκρ. <i>FεFαδηκότα</i>, με τα οποία πιστοποιείται η [[παρουσία]] του <i>F</i> στον τ.].
|mltxt=[[ἁνδάνω]] (Α)<br /><b>1.</b> <b>(προσ.)</b> [[είμαι]] [[αρεστός]] σε κάποιον, [[τέρπω]], [[ευχαριστώ]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> (για [[σύνολο]] ανθρώπων) [[νομίζω]], έχω τη [[γνώμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανήκει στην [[οικογένεια]] των [[ήδομαι]], [[ηδύς]] κ.λπ. Δεν παρατηρείται [[ακριβής]] [[αντιστοιχία]] με τ. άλλων γλωσσών<br />συνδέεται μόνο με τα αρχαία ινδ. <i>svadati</i>, <i>svadate</i> «αρέσω» καί τα λατ. <i>su</i><i>ā</i><i>de</i><i>ō</i> «[[συμβουλεύω]]», <i>suavis</i> «[[ευχάριστος]]». (Πρβλ. αττ. [[ἥδομαι]], δωρ. <i>ᾱδάνω</i> [[καθώς]] και κρητ. <i>ἔFaδε</i>, αιολ. [[εὔαδε]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔ</i>-<i>σFαδ</i>-<i>ε</i>), λοκρ. <i>FεFαδηκότα</i>, με τα οποία πιστοποιείται η [[παρουσία]] του <i>F</i> στον τ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁνδάνω:''' [ᾰ], παρατ. [[ἥνδανον]], Επικ. [[ἑήνδανον]], Ιων. [[ἑάνδανον]]· μέλ. [[ἁδήσω]], παρακ. [[ἅδηκα]] ή <i>ἕᾱδα</i>· αόρ. βʹ <i>ἕᾰδον</i>, Επικ. <i>εὔᾰδον</i> και [[ἅδον]] [ᾰ] (από τη √<i>ΑΔ</i>, απ' όπου επίσης το [[ἡδύς]], [[ἡδονή]], [[ἄσμενος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ευχαριστώ]], [[ενθουσιάζω]], [[ευαρεστώ]], [[τέρπω]], με δοτ. προσ., σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., <i>ἑᾱδότα μῦθον</i>, [[ευχάριστος]] [[λόγος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἁνδάνει</i>, Λατ. placet, εκφράζοντας [[γνώμη]], οὔ [[σφι]] ἥνδανε [[ταῦτα]], σε Ηρόδ.· με απαρ., τοῖσι μὲν [[ἕαδε]] βοηθέειν, ήταν ευχαρίστησή τους να βοηθήσουν, στον ίδ.· απρόσ., [[ἐπεί]] νύ [[τοι]] [[εὔαδεν]] [[οὕτως]] (ενν. <i>ποιεῖν</i>), σε Όμηρ.
}}
}}