3,254,072
edits
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[βόστρυχος]], Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα)<br /><b>1.</b> [[μπούκλα]], [[τούφα]] μαλλιών<br /><b>2.</b> [[πλεξίδα]] μαλλιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η έλικα του κλήματος<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] εντόμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[βόστρυχος]] [[πυρός]]» — η [[αστραπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με αρχ. νορβ. <i>kvaster</i> «[[θύσανος]], [[φούντα]]» [[καθώς]] και με άλλες συγγενείς γερμανικές λέξεις δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Πρόκειται πιθ. για λ. εκφραστική ή της καθημερινής γλώσσας, [[υπόθεση]] στην οποία οδηγεί η ύπαρξη του επιθήματος -<i>χος</i> με τον δασύ ουρανικό φθόγγο. Αξιοσημείωτος [[είναι]] ο [[συμφυρμός]] με τη λ. [[βότρυς]] (<b>βλ. λ.</b> [[βοστρύχιον]] και [[βότρυχος]])]. | |mltxt=ο (AM [[βόστρυχος]], Α, πληθ., βόστρυχοι, οι και βόστρυχα, τα)<br /><b>1.</b> [[μπούκλα]], [[τούφα]] μαλλιών<br /><b>2.</b> [[πλεξίδα]] μαλλιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η έλικα του κλήματος<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] εντόμου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[βόστρυχος]] [[πυρός]]» — η [[αστραπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] με αρχ. νορβ. <i>kvaster</i> «[[θύσανος]], [[φούντα]]» [[καθώς]] και με άλλες συγγενείς γερμανικές λέξεις δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Πρόκειται πιθ. για λ. εκφραστική ή της καθημερινής γλώσσας, [[υπόθεση]] στην οποία οδηγεί η ύπαρξη του επιθήματος -<i>χος</i> με τον δασύ ουρανικό φθόγγο. Αξιοσημείωτος [[είναι]] ο [[συμφυρμός]] με τη λ. [[βότρυς]] (<b>βλ. λ.</b> [[βοστρύχιον]] και [[βότρυχος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βόστρῠχος:''' ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. [[βότρυς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς [[βόστρυχος]], λέγεται για την [[αστραπή]], στον ίδ. | |||
}} | }} |