3,254,066
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βόστρῠχος:''' ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. [[βότρυς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς [[βόστρυχος]], λέγεται για την [[αστραπή]], στον ίδ. | |lsmtext='''βόστρῠχος:''' ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. [[βότρυς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς [[βόστρυχος]], λέγεται για την [[αστραπή]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βόστρῠχος:''' ὁ<b class="num">1)</b> вьющаяся прядь волос, локон Aesch., Arph., Plut., Luc.: πυρὸς β. Aesch. извивающаяся молния;<br /><b class="num">2)</b> зоол. ночесветка-самец (Lampyris [[noctiluca]] [[mas]]) Arst. | |||
}} | }} |