Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βόστρυχος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βόστρῠχος:''' ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. [[βότρυς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς [[βόστρυχος]], λέγεται για την [[αστραπή]], στον ίδ.
|lsmtext='''βόστρῠχος:''' ὁ, πληθ. βόστρυχα (βλ. [[βότρυς]]),<br /><b class="num">1.</b> [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε είναι πλεγμένο στριφογυριστά - ελικοειδώς, οτιδήποτε είναι περιτυλιγμένο· πυρὸς [[βόστρυχος]], λέγεται για την [[αστραπή]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''βόστρῠχος:''' ὁ<b class="num">1)</b> вьющаяся прядь волос, локон Aesch., Arph., Plut., Luc.: πυρὸς β. Aesch. извивающаяся молния;<br /><b class="num">2)</b> зоол. ночесветка-самец (Lampyris [[noctiluca]] [[mas]]) Arst.
}}
}}