ἀποσκώπτω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσκώπτω]] (Α)<br />[[εμπαίζω]] [[χλευάζω]].
|mltxt=[[ἀποσκώπτω]] (Α)<br />[[εμπαίζω]] [[χλευάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], <i>τινά</i>, σε Πλάτ.· [[ἀποσκώπτω]] εἴς τινα, [[χλευάζω]] κάποιον, σε Λουκ.
}}
}}