Anonymous

ἀποσκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], <i>τινά</i>, σε Πλάτ.· [[ἀποσκώπτω]] εἴς τινα, [[χλευάζω]] κάποιον, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀποσκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]], <i>τινά</i>, σε Πλάτ.· [[ἀποσκώπτω]] εἴς τινα, [[χλευάζω]] κάποιον, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκώπτω:''' насмехаться, осмеивать (τινά Plat., εἴς τινα Luc. и τι εἴς τινα Diog. L.).
}}
}}