ἄστομος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄστομος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]<br /><b>2.</b> ο [[άφωνος]], ο [[αμίλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], που δεν μπορεί να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια<br /><b>2.</b> (για άλογα) ο [[σκληρόστομος]], αυτός που δεν δέχεται [[χαλινάρι]]<br /><b>3.</b> (για [[μέταλλο]]) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί<br /><b>4.</b> (για [[λίμνη]]) [[χωρίς]] [[στόμιο]], κλειστή από [[παντού]]<br /><b>5.</b> (για [[ποτό]]) [[άνοστος]], [[ανούσιος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄστομος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]<br /><b>2.</b> ο [[άφωνος]], ο [[αμίλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], που δεν μπορεί να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια<br /><b>2.</b> (για άλογα) ο [[σκληρόστομος]], αυτός που δεν δέχεται [[χαλινάρι]]<br /><b>3.</b> (για [[μέταλλο]]) το μαλακό, αυτό που δεν μπορεί να τροχιστεί<br /><b>4.</b> (για [[λίμνη]]) [[χωρίς]] [[στόμιο]], κλειστή από [[παντού]]<br /><b>5.</b> (για [[ποτό]]) [[άνοστος]], [[ανούσιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄστομος:''' -ον ([[στόμα]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν έχει [[στόμα]]· λέγεται για τα άλογα, [[ατίθασος]], [[δύστροπος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκύλους, αυτός που έχει μαλακό [[στόμα]], [[ανίκανος]] να κρατήσει [[κάτι]] με τα δόντια, που δεν μπορεί να δαγκώσει, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για μέταλλα, [[μαλακός]], αυτός που δεν έχει αιχμηρά [[άκρα]], σε Πλούτ.
}}
}}