βαρύγυιος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρύγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαραίνει τα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γυίον]] <b>στον πληθ.</b> «τα [[μέλη]] του σώματος»].
|mltxt=[[βαρύγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βαραίνει τα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γυίον]] <b>στον πληθ.</b> «τα [[μέλη]] του σώματος»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που προκαλεί [[βάρος]] στα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]], [[εξοντωτικός]], σε Ανθ.
}}
}}