Anonymous

βαρύγυιος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που προκαλεί [[βάρος]] στα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]], [[εξοντωτικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βᾰρύγυιος:''' -ον ([[γυῖον]]), αυτός που προκαλεί [[βάρος]] στα [[μέλη]] του σώματος, [[κοπιαστικός]], [[εξοντωτικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύγυιος:''' сковывающий члены, лишающий сил, изнурительный ([[νοῦσος]] Anth.).
}}
}}