ἀστυφέλικτος: Difference between revisions

3
mNo edit summary
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστυφέλικτος]], -ον (Α) [[στυφελίζω]]<br />ο [[αδιάσειστος]], ο [[ακράδαντος]].
|mltxt=[[ἀστυφέλικτος]], -ον (Α) [[στυφελίζω]]<br />ο [[αδιάσειστος]], ο [[ακράδαντος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστῠφέλικτος:''' -ον ([[στυφελίζω]]), [[ακίνητος]], [[αδιατάρακτος]], [[αδιάσειστος]], σε Ξεν.
}}
}}