ἀστυφέλικτος
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
ἀστυφέλικτον, unshaken, undisturbed, βασιλεία X.Lac.15.7; θεός Call.Del.26; Ἅιδης Epigr.Gr.540.3; ὕπνου χάριν AP9.764(Paul. Sil.); σῶμα Orph.Fr.168.22; ἀσκηθής ἐν νευσὶ καὶ ἀ. ἐπ' αἴῃ Sammelb. 5829.3.
Spanish (DGE)
(ἀστῠφέλικτος) -ον
1 de abstr. y de pers. inquebrantable βασιλεία X.Lac.15.7, Iul.Or.1.14d, cf. Et.Gen.1321, ἀσκηθὴς ἐν νευσὶ καὶ ἀ. ἐπ' αἴῃ IMEG 10.3 (II a.C.)
•de la divinidad o de dioses concr. inderrocable θεός Call.Del.26, Ἄκμων Nonn.D.28.311, ᾍδης IGBulg.12.228.3 (Odesos), cf. Orác. en SEG 27.933.1 (= Theos.Tub.13.39), Epic.Alex.Adesp.7.9.
2 de concr. firme σῶμα Orph.Fr.168.22, νηός IGBulg.4.2086 (Pautalia II/III d.C.), χῶμα AP 7.748 (Antip.Sid.), δόμος Nonn.D.45.330.
3 ininterrumpido ref. al sueño AP 9.764 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 379] unerschüttert, fest, Xen. Luc. 15, 7; Antp. Sid. 51 (VII, 748) u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inébranlable.
Étymologie: ἀ, στυφελίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῠφέλικτος: непоколебимый, незыблемый (βασιλεία Xen.; sc. λάϊνον χῶμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠφέλικτος: -ον, «ἀτίνακτος» Σουΐδ., «ἄσειστος» Ἡσύχ.˙ ἀδιάσειστος, ἀδιατάρακτος, ἀκράδαντος, βασιλεία Ξεν. Λακ. 15, 7˙ θεὸς Καλλ. εἰς Δῆλ. 26˙ Ἅιδης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 540. 3.
Greek Monolingual
ἀστυφέλικτος, -ον (Α) στυφελίζω
ο αδιάσειστος, ο ακράδαντος.
Greek Monotonic
ἀστῠφέλικτος: -ον (στυφελίζω), ακίνητος, αδιατάρακτος, αδιάσειστος, σε Ξεν.
Middle Liddell
στυφελίζω
unshaken, undisturbed, Xen.
Léxico de magia
-ον imperturbable de Helios χαῖρε, ... παλαιγενές, ἀστυφέλικτε te saludo a ti, nacido hace mucho tiempo, imperturbable P II 90