ἀτιμία: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀτιμία]], Α και ἀτιμίη, ιων. τ.) [[άτιμος]]<br />[[ντροπή]], [[εξευτελισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσβολή]]<br /><b>2.</b> άτιμη, επονείδιστη [[πράξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτιμος]] [[άνθρωπος]], εξαιρετικά ανέντιμος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μείωση]] της προσωπικότητας κάποιου<br /><b>2.</b> προσβλητικά [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέρηση]] της [[τιμής]] και της υπόληψης<br /><b>2.</b> [[στέρηση]] πολιτικών δικαιωμάτων<br /><b>3.</b> [[στέρηση]] προνομίων<br /><b>4.</b> [[ασέβεια]] [[προς]] τους θεούς<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόμης]] [[ἀτιμία]]» — τρισάθλια μαλλιά<br />β) «ἐσθημάτων [[ἀτιμία]]» — πανάθλια ρούχα.
|mltxt=η (AM [[ἀτιμία]], Α και ἀτιμίη, ιων. τ.) [[άτιμος]]<br />[[ντροπή]], [[εξευτελισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσβολή]]<br /><b>2.</b> άτιμη, επονείδιστη [[πράξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτιμος]] [[άνθρωπος]], εξαιρετικά ανέντιμος<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μείωση]] της προσωπικότητας κάποιου<br /><b>2.</b> προσβλητικά [[λόγια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέρηση]] της [[τιμής]] και της υπόληψης<br /><b>2.</b> [[στέρηση]] πολιτικών δικαιωμάτων<br /><b>3.</b> [[στέρηση]] προνομίων<br /><b>4.</b> [[ασέβεια]] [[προς]] τους θεούς<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κόμης]] [[ἀτιμία]]» — τρισάθλια μαλλιά<br />β) «ἐσθημάτων [[ἀτιμία]]» — πανάθλια ρούχα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῑμία:''' Ιων. -ίη[-ῑη Επικ.], <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ατίμωση]], [[αισχύνη]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν</i>, <i>ἀτιμίην προστιθέναι τινί</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀτιμία]] τινός, [[ατίμωση]] που γίνεται σε κάποιον, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, η [[απώλεια]] των πολιτικών δικαιωμάτων, Λατ. [[deminutio]] capitis, σε Αισχύλ., Ρήτ.<br /><b class="num">II.</b> ἐσθημάτων [[ἀτιμία]], δηλ. [[ρακώδης]] [[κατάσταση]] ενδυμάτων, κουρέλια, σε Αισχύλ.
}}
}}