Anonymous

ἀτιμία: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῑμία:''' Ιων. -ίη[-ῑη Επικ.], <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ατίμωση]], [[αισχύνη]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν</i>, <i>ἀτιμίην προστιθέναι τινί</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀτιμία]] τινός, [[ατίμωση]] που γίνεται σε κάποιον, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, η [[απώλεια]] των πολιτικών δικαιωμάτων, Λατ. [[deminutio]] capitis, σε Αισχύλ., Ρήτ.<br /><b class="num">II.</b> ἐσθημάτων [[ἀτιμία]], δηλ. [[ρακώδης]] [[κατάσταση]] ενδυμάτων, κουρέλια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀτῑμία:''' Ιων. -ίη[-ῑη Επικ.], <i>ἡ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ατίμωση]], [[αισχύνη]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐν ἀτιμίῃ τινὰ ἔχειν</i>, <i>ἀτιμίην προστιθέναι τινί</i>, σε Ηρόδ.· [[ἀτιμία]] τινός, [[ατίμωση]] που γίνεται σε κάποιον, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> στην Αθήνα, η [[απώλεια]] των πολιτικών δικαιωμάτων, Λατ. [[deminutio]] capitis, σε Αισχύλ., Ρήτ.<br /><b class="num">II.</b> ἐσθημάτων [[ἀτιμία]], δηλ. [[ρακώδης]] [[κατάσταση]] ενδυμάτων, κουρέλια, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτῑμία:''' эп.-ион. ἀτῑμίη ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> непочитание, неуважение, пренебрежение, презрение, тж. бесславие (ἀτιμίῃσίν τινα ἰάλλειν Hom.; ἀτιμίην προστιθέναι τινί Her.; ἐν ἀτιμίᾳ ἔχειν τινά Xen.): ἀ. ἐσθημάτων Aesch. жалкое рубище;<br /><b class="num">2)</b> (в Афинах) юр. бесчестие, лишение прав гражданского состояния (χρήμασι καὶ ἀτιμίᾳ ζημιοῦσθαι Plat.; ἀτιμίαι ἀνελεύθεροι Arst.).
}}
}}