3,252,772
edits
(8) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γοργός]], -ή, -όν)<br />γρήγορος, [[ευκίνητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γοργό</i>(<i>ν</i>)<br />[[ταχύτητα]], [[ορμητικότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ γοργὸν καὶ [[χάριν]] ἔχει» — [[πρέπει]] να ενεργεί [[κανείς]] [[γρήγορα]] και την κατάλληλη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγριος]], [[φοβερός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>3.</b> (για το ύφος) [[νευρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γοργός]] προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα [[Γοργώ]] (γυναικείο [[τέρας]] της μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα ([[Όμηρος]]) και του οποίου η [[ετυμολογία]] [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[Μορμώ]]), που σχημάτισε πληθ. <i>Γοργόνες</i>, απ' όπου και ο [[ενικός]] <i>Γοργόνα</i>, <i>Γοργών</i>. Κατ' άλλους το επίθ. [[γοργός]] αποσπάστηκε από τα [[σύνθετα]] [[γοργώψ]] (<i>γοργώπις</i>), [[γοργωπός]] κι αυτά με τη [[σειρά]] τους από το [[Γοργώ]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[γοργός]], -ή, -όν)<br />γρήγορος, [[ευκίνητος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γοργό</i>(<i>ν</i>)<br />[[ταχύτητα]], [[ορμητικότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸ γοργὸν καὶ [[χάριν]] ἔχει» — [[πρέπει]] να ενεργεί [[κανείς]] [[γρήγορα]] και την κατάλληλη [[στιγμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγριος]], [[φοβερός]]<br /><b>2.</b> [[ζωηρός]], [[ρωμαλέος]]<br /><b>3.</b> (για το ύφος) [[νευρώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[γοργός]] προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα [[Γοργώ]] (γυναικείο [[τέρας]] της μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα ([[Όμηρος]]) και του οποίου η [[ετυμολογία]] [[είναι]] άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[Μορμώ]]), που σχημάτισε πληθ. <i>Γοργόνες</i>, απ' όπου και ο [[ενικός]] <i>Γοργόνα</i>, <i>Γοργών</i>. Κατ' άλλους το επίθ. [[γοργός]] αποσπάστηκε από τα [[σύνθετα]] [[γοργώψ]] (<i>γοργώπις</i>), [[γοργωπός]] κι αυτά με τη [[σειρά]] τους από το [[Γοργώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γοργός:''' -ή, -όν, [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[φοβερός]], [[βλοσυρός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· γοργὸς [[ἰδεῖν]], [[τρομερός]] στην όψη, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, αφηνιασμένος, [[θερμός]], [[θυμοειδής]], στον ίδ. | |||
}} | }} |