Anonymous

γοργός: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γοργός:''' -ή, -όν, [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[φοβερός]], [[βλοσυρός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· γοργὸς [[ἰδεῖν]], [[τρομερός]] στην όψη, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, αφηνιασμένος, [[θερμός]], [[θυμοειδής]], στον ίδ.
|lsmtext='''γοργός:''' -ή, -όν, [[αυστηρός]], [[άγριος]], [[φοβερός]], [[βλοσυρός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· γοργὸς [[ἰδεῖν]], [[τρομερός]] στην όψη, σε Ξεν.· λέγεται για άλογα, αφηνιασμένος, [[θερμός]], [[θυμοειδής]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''γοργός:''' <b class="num">1)</b> страшный, грозный ([[ὄμμα]] Aesch. и ὄμμασι Eur.; Διὸς [[διάκτορος]] = [[ἀετός]] Anth.): γ. [[ἰδεῖν]] или ὁρᾶσθαι Xen. грозный на вид;<br /><b class="num">2)</b> ретивый, буйный ([[ἵππος]] Xen., Plut.).
}}
}}