εὐομολόγητος: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐομολόγητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παραδεχθεί εύκολα, ο [[αδιαμφισβήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομολογώ]]].
|mltxt=[[εὐομολόγητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παραδεχθεί εύκολα, ο [[αδιαμφισβήτητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ομολογώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐομολόγητος:''' -ον, αυτό που εύκολα ομολογείται, [[αδιαμφισβήτητος]], [[αναμφισβήτητος]], [[αδιαφιλονίκητος]], σε Πλάτ.
}}
}}