εὐομολόγητος

From LSJ

ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐομολόγητος Medium diacritics: εὐομολόγητος Low diacritics: ευομολόγητος Capitals: ΕΥΟΜΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euomológētos Transliteration B: euomologētos Transliteration C: evomologitos Beta Code: eu)omolo/ghtos

English (LSJ)

εὐομολόγητον, easy to concede, indisputable, Pl.R. 527b.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht zuzugeben, einleuchtend, Plat. Rep. VII, 527 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on convient facilement, indiscutable.
Étymologie: εὖ, ὁμολογέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐομολόγητος: вполне правдоподобный, очевидный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

εὐομολόγητος: -ον, εὐκόλως ὁμολογούμενος, ἀναμφήριστος, Πλάτ. Πολ. 527Β.

Greek Monolingual

εὐομολόγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραδεχθεί εύκολα, ο αδιαμφισβήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομολογώ].

Greek Monotonic

εὐομολόγητος: -ον, αυτό που εύκολα ομολογείται, αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εὐ-ομολόγητος, ον
easy to concede, indisputable, Plat.