ἐγερτικός: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγερτικός]], -ή, -όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη [[διέγερση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἐγερτικά</i><br />τα εγκλιτικά, [[επειδή]] μεταβάλλουν τη [[βαρεία]] της προηγούμενης λέξης σε [[οξεία]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐγερτικός]], -ή, -όν) αυτός που διεγείρει ή συντελεί στη [[διέγερση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἐγερτικά</i><br />τα εγκλιτικά, [[επειδή]] μεταβάλλουν τη [[βαρεία]] της προηγούμενης λέξης σε [[οξεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγερτικός:''' -ή, -όν ([[ἐγείρω]]), αυτός που ξυπνά, που προκαλεί [[διέγερση]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ.
}}
}}