Anonymous

ἐγερτικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγερτικός:''' -ή, -όν ([[ἐγείρω]]), αυτός που ξυπνά, που προκαλεί [[διέγερση]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐγερτικός:''' -ή, -όν ([[ἐγείρω]]), αυτός που ξυπνά, που προκαλεί [[διέγερση]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγερτικός:''' <b class="num">1)</b> возбуждающий (νοήσεως Plat.; θυμοῦ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> грам. превращающий тупое ударение (предшествующего слога) в острое, т. е. энклитический: τὰ ἐγερτικά энклитики, энклитические слова.
}}
}}