οἰστροπλήξ: Difference between revisions

5
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστροπλήξ]], -πλῆγος, ὁ, η (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, [[μανιώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πλήξ]]].
|mltxt=[[οἰστροπλήξ]], -πλῆγος, ὁ, η (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, [[μανιώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ονειρο</i>-[[πλήξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰστροπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που δέχτηκε [[δήγμα]] εντόμου, εξαγριωμένος, [[μανιακός]], στους Τραγ.
}}
}}