μηνοειδής: Difference between revisions

5
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[μηνοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ημισελήνου, ο [[δρεπανοειδής]] («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηνοειδές [[οστό]]» — [[οστό]] της μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών του καρπού με ημισεληνοειδές [[σχήμα]]<br />β) «μηνοειδείς βαλβίδες»<br /><b>ανατ.</b> οι ημισεληνοειδείς γλωχίνες τών βαλβίδων που βρίσκονται στην [[αρχή]] της αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας και εμποδίζουν την [[παλινδρόμηση]] του αίματος στην [[καρδιά]] [[κατά]] τη [[διαστολή]] της<br />γ) «[[μηνοειδής]] [[λίμνη]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> μικρή [[λίμνη]] που καταλαμβάνει την [[καμπύλη]] ενός αποκομμένου μαιάνδρου σε μια ποτάμια [[κοίτη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μηνοειδώς</i> (Α)<br />με μηνοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[μηνοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ημισελήνου, ο [[δρεπανοειδής]] («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηνοειδές [[οστό]]» — [[οστό]] της μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών του καρπού με ημισεληνοειδές [[σχήμα]]<br />β) «μηνοειδείς βαλβίδες»<br /><b>ανατ.</b> οι ημισεληνοειδείς γλωχίνες τών βαλβίδων που βρίσκονται στην [[αρχή]] της αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας και εμποδίζουν την [[παλινδρόμηση]] του αίματος στην [[καρδιά]] [[κατά]] τη [[διαστολή]] της<br />γ) «[[μηνοειδής]] [[λίμνη]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> μικρή [[λίμνη]] που καταλαμβάνει την [[καμπύλη]] ενός αποκομμένου μαιάνδρου σε μια ποτάμια [[κοίτη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μηνοειδώς</i> (Α)<br />με μηνοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηνοειδής:''' -ές ([[μήνη]], [[εἶδος]]), αυτός που έχει [[σχήμα]] μισοφέγγαρου, Λατ. [[lunatus]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· μηνοειδὲς ποιήσαντες [[τῶν]] [[νεῶν]], έχοντας κατασκευάσει αυτά (τα πλοία) σε [[σχήμα]] μισοφέγγαρου, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον Ήλιο και τη [[Σελήνη]], όταν βρίσκονται σε [[έκλειψη]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}