Anonymous

μηνοειδής: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />en forme de demi-lune <i>ou</i> de croissant.<br />'''Étymologie:''' [[μήν]]², [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />en forme de demi-lune <i>ou</i> de croissant.<br />'''Étymologie:''' [[μήν]]², [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[μηνοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ημισελήνου, ο [[δρεπανοειδής]] («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηνοειδές [[οστό]]» — [[οστό]] της μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών του καρπού με ημισεληνοειδές [[σχήμα]]<br />β) «μηνοειδείς βαλβίδες»<br /><b>ανατ.</b> οι ημισεληνοειδείς γλωχίνες τών βαλβίδων που βρίσκονται στην [[αρχή]] της αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας και εμποδίζουν την [[παλινδρόμηση]] του αίματος στην [[καρδιά]] [[κατά]] τη [[διαστολή]] της<br />γ) «[[μηνοειδής]] [[λίμνη]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> μικρή [[λίμνη]] που καταλαμβάνει την [[καμπύλη]] ενός αποκομμένου μαιάνδρου σε μια ποτάμια [[κοίτη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μηνοειδώς</i> (Α)<br />με μηνοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}