ἐμπομπεύω: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπομπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[αλαζονεύομαι]], [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]] για [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐμπομπεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[προχωρώ]] σε [[πομπή]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερηφανεύομαι]], [[αλαζονεύομαι]], [[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]] για [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπομπεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἐν</i>), [[κομπάζω]], [[επιδεικνύω]] σε [[πομπή]] ή [[λιτανεία]], σε Λουκ.
}}
}}