ἐμπομπεύω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
walk in procession: hence metaph., c. dat., plume oneself upon, Plu.2.527f; τῇ κιθάρᾳ Luc.Ind.10, cf. Arg.2 D.20; ἐν πολλαῖς ῥάβδοις D.C.77.5; τῷ λόγῳ Procop.Gaz.Ep.69; γῆ ἐ. ἄνθεσιν Id.p.141 B.; τοσούτοις δήμοις Hld.3.7.
Spanish (DGE)
I intr.
1 desfilar o salir en procesión τοσούτοις ἐμπομπεύσασα δήμοις saliendo en procesión entre tanta gente Hld.3.7.2, μετὰ τὸν πόλεμον ἐμπομπεύοντες Sopat.Rh.Tract.p.178.19
•desfilar solemnemente καθάπερ ἐπὶ σκηνῆς ἐμπομπεύοντα como saliendo a escena con solemnidad Clem.Al.Paed.3.11.73.
2 fig. exhibirse ἐν πολλαῖς τοσαύταις ῥάβδοις ... ἐμπομπεύσαντα exhibiéndose acompañado de muchos lictores D.C.77.5.3 ἐποχοῦνται τοῖς οἰκέταις ἐμπομπεύειν γλιχόμεναι deseosas de exhibirse se hacen transportar por sus servidores Clem.Al.Paed.3.4.27, ὁ ... διάβολος ... εἰς τὰς μὴ χήρας ἐμπομπεύει Const.App.3.12, ἐμπομπεύει σου ἡ αἰσχύνη Chrys.M.64.892C
•frec. c. dat. hacer gala de, hacer ostentación de τῇ κιθάρᾳ καὶ ταῖς σφραγῖσιν Luc.Ind.10, cf. Plu.2.527f (var.), τῇ ἐμῇ συμφορᾷ Lib.Decl.12.37, τῇ ἀτιμίᾳ τοῦ πάθους Gr.Nyss.V.Mos.137.16, cf. Basil.M.30.293B, τῷ λόγῳ Procop.Gaz.Ep.18, τοῖς ... κατορθώμασι D.20 argumen.2.11, πανηγυρικῶς ἐμπομπεύειν τοῖς ἐγκωμίοις τῶν μακαρίων Basil.M.31.492A, τῇ νίκῃ Chrys.M.61.303
•tb. c. suj. no de pers. (ὁ ἦρος) ἐμπομπεύει τῷ κάλλει Luc.Dom.11, γῆ διαφόροις ἐμπομπεύει τοῖς ἄνθεσιν Procop.Gaz.Decl.5.37.
II tr.
1 exhibir, ofrecer como espectáculo ἀνῆγεν ἐπὶ τὸ βῆμα θεατρίζων τοὺς μακαρίους καὶ ἐμπομπεύων τοῖς ὄχλοις A.Mart.5.47.
2 hacer gala de, proclamar μάτην ἐνεπομπεύσατε ... τὸ «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ» ref. los arrianos, Ath.Al.M.26.321A.
German (Pape)
[Seite 816] in einem Festaufzuge aufführen, D. Cass. 77, 5; auch intrans., in einem solchen Aufzuge einhergehen, Heliod. 3, 7. – Übertr., großthun, prahlen mit Etwas, τινί; Luc. adv. ind. 10 merc. cond. 4.
French (Bailly abrégé)
faire parade, se glorifier de, τινι.
Étymologie: ἐν, πομπεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπομπεύω: досл. выступать в торжественной процессии, перен. хвастаться, кичиться (τινί Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπομπεύω: βαδίζω ἐν πομπῇ, βρενθύομαι, γαυριῶ, σοβαρεύομαι, ἀλαζονεύομαι, κομπάζω, Δίων Κ. 77. 5˙ μάτην ἐμπομπεύσαντες τῇ κιθάρᾳ Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 10˙ ἀπολ., Κλήμ. Ἀλ. 272. 296.
Greek Monolingual
ἐμπομπεύω (Α)
1. προχωρώ σε πομπή
2. μτφ. υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι, καυχιέμαι, κομπάζω για κάτι.
Greek Monotonic
ἐμπομπεύω: μέλ. -σω (ἐν), κομπάζω, επιδεικνύω σε πομπή ή λιτανεία, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. σω [ἐν]
to swagger in procession, Luc.